ἁμιλλᾶται

ἁμιλλᾶται
ἁμιλλάομαι
compete
pres subj mp 3rd sg
ἁμιλλάομαι
compete
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμιλλητήρ — ἁμιλλητὴρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που αμιλλάται, που συναγωνίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. τήρ. ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀμιλλητήριος] …   Dictionary of Greek

  • αντίπαλος — η, ο (AM ἀντίπαλος, ον) [αντι + παλος < πάλη] 1. αυτός που παλεύει, αγωνίζεται εναντίον κάποιου 2. εκείνος που συναγωνίζεται, αμιλλάται με κάποιον 3. ως ουσ. α) ο ανταγωνιστής 6) ο εχθρός αρχ. 1. ο ισόπαλος, ο σχεδόν ίσος στη δύναμη 2. ο… …   Dictionary of Greek

  • ψαλίττεται — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἁμιλλᾱται». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς, ίδος «σωλήνας αποχέτευσης», πιθ. από το ανταγωνιστικό σύστημα τού σχεδιασμού αποχέτευσης με τους διαύλους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”